υπερστατώ

υπερστατώ
-έω, Α
στέκομαι από πάνω και προστατεύω κάποιον («ἡ δίκη γε συμμάχων ὑπερστατεῑ», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ-* + -στατῶ (< -στάτης < ἵστημι), πρβλ. ἀπο-στατῶ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”